πονηρίας

πονηρίας
πονηρίᾱς , πονηρία
bad state
fem acc pl
πονηρίᾱς , πονηρία
bad state
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ANGELI quatuor — in leonis, vituli, aquilae et hominis specie primo Ezechieli c. 1. v. 10. et c. 10. v. 4. deinde etiam Iohanni in Apocal. c. 4. v. 7. visi, non angeli solum, sed et Archangeli, qui aliis praefecti sint et eorum unicuique pensum suum assignent,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ρωμιός — ο, θηλ. Ρωμιά, ΝΜ 1. ο Ρωμαίος, ο κάτοικος τής Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλ. τής Βυζαντινής και, ειδικότερα, ο ελληνόφωνος χριστιανός ορθόδοξος τού Βυζαντίου νεοελλ. 1. (ειδικότερα κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας) ο Έλληνας, ο… …   Dictionary of Greek

  • εκκαθαίρω — ἐκκαθαίρω (AM) 1. καθαρίζω εντελώς 2. απαλλάσσω κάποιον από κάποιον ή από κάτι («πονηρίας ἐκκαθαρθῆναι τὴν πόλιν») 3. εξαγνίζω αρχ. 1. καθαρίζω κάτι από ξένες ουσίες 2. (για δάνεια) τακτοποιώ, εξοφλώ 3. εκβάλλω …   Dictionary of Greek

  • κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • κουμερκιάρης — ο 1. ο ενοικιαστής τού κομμερκίου, δηλ. τού φόρου εισαγωγής, για ένα χρονικό διάστημα, συνήθως ενός έτους, ο κομμερκιάριος* 2. παροιμ. «όταν φτωχαίνει ο διάβολος, γίνεται κουμερκιάρης» λέγεται για δήλωση τής πονηριάς και απληστίας τών… …   Dictionary of Greek

  • μισοπονηρία — μισοπονηρία, ἡ (Α) [μισοπόνηρος] 1. μίσος, απέχθεια για την πονηρία, για την κακία, για το κακό 2. μίσος εξαιτίας πονηρίας και κακίας …   Dictionary of Greek

  • μισοπονηρώ — μισοπονηρῶ έω (Α) [μισοπόνηρος] 1. μισώ τους πονηρούς ή την πονηρία («ὁ μὲν οὖν δῆμος..., ἐμισοπονήρει, καὶ τοὺς πράξαντας ἐξήτει», Διόδ.) 2. μισώ εξαιτίας πονηρίας και κακίας …   Dictionary of Greek

  • πολυφόρος — ον, ΜΑ (για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρπος αρχ. 1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού 2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις… …   Dictionary of Greek

  • προαίρεση — η / προαίρεσις, έσεως, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] 1. η ενδόμυχη ψυχική τάση για κάτι, επιθυμία, πρόθεση (α. «ό,τι έκανε, τό έκανε από αγαθή προαίρεση» β. «ἡ κατὰ προαίρεσιν κίνησις», Αριστοτ.) 2. (στον Αριστοτ.) η απόφαση την οποία παίρνει κανείς μετά από …   Dictionary of Greek

  • συναπελέγχω — Α εξελέγχω συγχρόνως («τῆς πονηρίας φωραθείσης καὶ τὰ λοιπὰ συναπελέγχεται», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπελέγχω «επικρίνω, καταδικάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”